- ὡραιοπώλης
- ὡραιο-πώλης, ου, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωραιοπώλης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που πουλάει φρέσκα φρούτα 2. «ταριχοπώλης» 3. «ὁ τὴν ἀκμὴν πωλήσας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + πώλης*] … Dictionary of Greek
ὡραιοπώλας — ὡραιοπώλᾱς , ὡραιοπώλης selling fresh fruits masc acc pl ὡραιοπώλᾱς , ὡραιοπώλης selling fresh fruits masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)